- σαυρήτης
- σαυρ-ήτης, ου, ὁ,A keeper of crocodiles, PTeb.57.4 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαυρήτης — ὁ, Α φύλακας κροκοδείλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα της (πρβλ. κώμη: κωμήτης)] … Dictionary of Greek